αποτριβή

αποτριβή
η (Α ἀποτριβή)
η φθορά ενός πράγματος εξαιτίας της συνεχούς χρήσης
αρχ.
βλάβη, ζημιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀποτριβή — rubbing away fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτρίβῃ — ἀποτρί̱βῃ , ἀποτρίβω wear out pres subj mp 2nd sg ἀποτρί̱βῃ , ἀποτρίβω wear out pres ind mp 2nd sg ἀποτρί̱βῃ , ἀποτρίβω wear out pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτριβῆς — ἀποτριβή rubbing away fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτριβήν — ἀποτριβή rubbing away fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτριβάς — ἀποτριβά̱ς , ἀποτριβή rubbing away fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”